- καταχειροκροτώ
- -έωχειροκροτώ κάποιον με μεγάλο ενθουσιασμό, επευφημώ με χειροκροτήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + χειροκροτῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Μιλτιάδη Χουρμούζη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταχειροκροτώ — και καταχειροκροτάω καταχειροκρότησα, καταχειροκροτήθηκα, καταχειροκροτημένος, χειροκροτώ κάτι ή κάποιον με ενθουσιασμό: Καταχειροκρότησαν τον πρωθυπουργό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek